σκεδασμός

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκεδασμός Medium diacritics: σκεδασμός Low diacritics: σκεδασμός Capitals: ΣΚΕΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: skedasmós Transliteration B: skedasmos Transliteration C: skedasmos Beta Code: skedasmo/s

English (LSJ)

ὁ, = σκέδασις, Epicur.Nat.Herc.908.2, Ph.1.686, J.AJ1.1.3, M.Ant.7.32.

German (Pape)

[Seite 891] ὁ, = Vorigem (?).

Greek (Liddell-Scott)

σκεδασμός: ὁ, = σκέδασις, Φίλων 11 686, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 32, κτλ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
σκέδαση («πρὸς σκεδασμὸν τῆς ἡμῶν ἐμβολῆς», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεδασ- του αορ. -σκέδασ-α του σκεδάννυμι + κατάλ. -μός (πρβλ. κρεμασμός)].