σκιή
From LSJ
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
σκιητροφέω, v. σκιά, σκιατροφέω.
German (Pape)
[Seite 898] ἡ, ion. statt σκιά, Od., Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. σκιά.
Russian (Dvoretsky)
σκιή: ἡ ион. = σκιά.
Greek (Liddell-Scott)
σκιή: σκιητροφέω, Ἰων. ἀντὶ σκιά, σκιατροφέω.
English (Autenrieth)
shadow, shade; also of the nether shades, ghosts of the departed, Od. 10.495, Od. 11.207.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ιων. τ. βλ. σκιά.
Greek Monotonic
σκῐή: σκῐητροφέω, ἡ, Ιων. αντί σκιά, σκιατροφέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιή -ῆς, ἡ Ion. voor σκιά.