Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκλήθρο

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c

Greek Monolingual

και σκίληθρο, το, και σκλήθρα, η, και σκλήθρος και σκλέθρος και σκλέδρος, ο, Ν
κοινή ονομασία του δένδρου Αlnus glutinosa, του γένους άλνος, που απαντά και στην Ελλάδα σε περιοχές με υγρό έδαφος, αλλ. κλήθρα ή μαύρο σκλήθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κλῆθρον, με προθετικό σ- (βλ. λ. κλήθρα)].