Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
η / σκολιότης, -ητος, ΝΜΑ σκολιός
η ιδιότητα και το γνώρισμα του σκολιού
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) στριφνότητα, δυστροπία
αρχ.
1. μτφ. ανισότητα
2. μτφ. α) (για πρόσ.) ηθική διαστροφή
β) αδικία
3. στον πληθ. αἱ σκολιότητες
ελικοειδής πορεία ή κατεύθυνση.