σκορδίνημα

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορδῐνημα Medium diacritics: σκορδίνημα Low diacritics: σκορδίνημα Capitals: ΣΚΟΡΔΙΝΗΜΑ
Transliteration A: skordínēma Transliteration B: skordinēma Transliteration C: skordinima Beta Code: skordi/nhma

English (LSJ)

-ατος, τό, stretching, Hp.Epid.2.3.1; also σκορδινησμός, ὁ, ib.6.5.1 (σκορδινισμός codd., as in Gal.17(2).244).

German (Pape)

[Seite 904] τό, auch κορδίνημα, das Recken der Glieder, bes. bei Schlaftrunkenen, Hippocr.

Greek Monolingual

και κορδίνημα, τὸ, Α σκορδινῶμαι
η κατάσταση του σκορδινῶμαι, το τέντωμα τών άκρων του σώματος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορδίνημα -ατος, τό [σκορδινάομαι] het zich strekken of uitrekken.