σκοτοφεγγής

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοτοφεγγής Medium diacritics: σκοτοφεγγής Low diacritics: σκοτοφεγγής Capitals: ΣΚΟΤΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: skotophengḗs Transliteration B: skotophengēs Transliteration C: skotofeggis Beta Code: skotofeggh/s

English (LSJ)

σκοτοφεγγές, perh darkly glimmering, κλίμακες Zos.Alch. p.108 B.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που φέγγει αμυδρά, που αντιφεγγίζει αμυδρά στο σκοτάδι («κλίμακες σκοτοφεγγεῖς», Ζώσιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἡλιοφεγγής].