Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκόρπισμα

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

το, ΝΜ, και σκρόπισμα Ν σκορπίζω
(ιδίως για χρηματικά ποσά) αλόγιστη χρήση και σπατάλη, κατασπατάληση
νεοελλ.
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η διάλυση και η διασπορά ενός συνόλου στα μέρη που το συγκροτούν, διασκορπισμός
2. διάχυση («σαν το σκόρπισμα του ανέμου στου πελάου τη μοναξιά», Σολωμ.).