σουλατσάρω
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
Greek Monolingual
και σουλατσέρνω Ν
κάνω περίπατο, κάνω βόλτες, σεργιανίζω άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzo / -are «διασκεδάζω», κατά τα ρ. σε -άρω].