σουσάμι

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

το / σησάμιον, ΝΜΑ, και σησάμι Ν, και σησάμιν Μ
ο καρπός, τα σπέρματα του φυτού σήσαμο, που χρησιμοποιούνται ως τροφή του ανθρώπου, ως αρωματικό και για την παραγωγή του σησαμελαίου
νεοελλ.
βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών σήσαμο, που ανήκει στην οικογένεια σηδαλιίδες της τάξης σηροφουλαριώδη και κυρίως του είδους Sesamum indicum, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τα εδώδιμα ελαιούχα σπέρματά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σησάμιον < σήσαμον + επίθημα -ι(ο)ν, ενώ ο νεοελλ. τ. σουσάμι < σησάμιον με τροπή του -η- σε -ου- (πρβλ. ζηλεύω: ζουλεύω, σηπία: σουπιά)].