σοφίστρια
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ, fem. of σοφιστής, coined by Pl.Euthd.297c.
German (Pape)
[Seite 915] ἡ, fem. zu σοφιστής; Plat. Euthyd. 297 c; Suid. v. Ἀσπασία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σοφίστρια -ας, ἡ [σοφιστής] vrouwelijke sofist, sofiste.
Russian (Dvoretsky)
σοφίστρια: ἡ софистка Plat.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σοφιστής.
Greek Monotonic
σοφίστρια: ἡ, θηλ. του σοφιστής, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σοφίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ σοφιστής, πιθαν. χαλκευθὲν ὑπὸ τοῦ Πλάτ. ἐν Εὐθυδ. 297D.