σοὔνεκα
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
Att. crasis for σοῦ ἕνεκα, S.Ph.554 (Aurat. σοῦ νέα).
German (Pape)
[Seite 913] zsgzgn statt σοῦ ἕνεκα, Soph. Phil. 550.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
σοὔνεκα: in crasi Soph. = σοῦ ἕνεκα.
Greek (Liddell-Scott)
σοὔνεκα: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τοῦ σοῦ ἕνεκα, Σοφ. Φιλ. 554 (Aurat. σοῦ νέα).
Greek Monolingual
Α
αττ. κράση αντί του σοῦ ἕνεκα.