σπίλωση

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

Greek Monolingual

η, Ν σπιλώνω
1. κηλίδωση, προσβολή της τιμής
2. ιατρ. σπίλος του δέρματος.