σπανιότητα

From LSJ

μηδεμίαν εἶναι προθεσμίαν τῆς ἐπιλήψεως → there shall be no limit of time set to making a claim

Source

Greek Monolingual

η / σπανιότης, -ητος, ΝΑ σπάνιος
1. το να είναι κάτι σπάνιο
2. έλλειψη, ανεπάρκεια.