σποδόρχης

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδόρχης Medium diacritics: σποδόρχης Low diacritics: σποδόρχης Capitals: ΣΠΟΔΟΡΧΗΣ
Transliteration A: spodórchēs Transliteration B: spodorchēs Transliteration C: spodorchis Beta Code: spodo/rxhs

English (LSJ)

σποδόρχου, ὁ, (σποδέω 1) eunuch, Eust.1431.47.

German (Pape)

[Seite 923] ὁ, = κίναιδος, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

σποδόρχης: -ου, ὁ, (σποδέω) εὐνοῦχος, «μουνοῦχος», Εὐστ. 1431. 47.

Greek Monolingual

-ου, ὁ, Μ
ευνούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδῶ «συνευρίσκομαι παράνομα» + -ορχης (< ὄρχις), πρβλ. τριόρχης].