στήριγγα

From LSJ

Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch

Menander, Monostichoi, 128

Greek Monolingual

η / στῆριγξ, -ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν
νεοελλ.
ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά της σκάλας του πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν. πουντέλι
β) καθένας από τους διχαλωτούς μεταλλικούς στυλίσκους που είναι τοποθετημένοι κατά τον διαμήκη άξονα μικρού ιστιοφόρου σκάφους και στους οποίους συγκρατούνται τα ιστία και οι φορτωτήρες, όταν δεν βρίσκονται σε λειτουργία, κν. φουρκάς ή φουρκάδα
αρχ.
1. στήριγμα, υποστήριγμα, αντηρίδα («τῶν κνημῶν τὰ ὀστᾱ
ταῦτα γάρ ἐστι στήριγγες τοῦ σώματος», Ξεν.)
2. η παρακερκίς
3. διχαλωτή, ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για την υποστήριξη του ρυμού της άμαξας, όταν δεν είναι ζευγμένα τα υποζύγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για υποχωρητικό σχηματισμό από το ρ. στηρίζω, κατά τα σάλπιγξ, στρόφιγξ (βλ. και λ. στηρίζω)].