σταλιά

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. στάλα, σταλαγματιά, σταγόνα
2. πολύ μικρή ποσότητα υγρού («μια σταλιά νερό»)
3. μτφ. (για πρόσ., πάντα με τη λέξη μια) άτομο πολύ βραχύσωμο ή πολύ μικρής ηλικίας («είναι μια σταλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάλα + κατάλ. -ιά (πρβλ. σταξιά)].