στατέον
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
(ἵστημι) one must appoint, ἄρχοντα Pl.R. 503a.
Russian (Dvoretsky)
στᾰτέον: adj. verb. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ ἵστημι, πρέπει τις νὰ διορίσῃ, ἄρχοντα Πλάτ. Πολ. 503Α.
Greek Monotonic
στᾰτέον: ρημ. επίθ. του ἵστημι, αυτό που πρέπει να ορίστει, να διορίστει, να τοποθετηθεί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στατέον adj. verb. van ἵστημι, er moet aangesteld worden:. τὸν δὲ πανταχοῦ ἀκήρατον ἐκβαίνοντα... στατέον ἄρχοντα degene die er aan alle kanten onaangetast uitkomt moet als leider aangesteld worden Plat. Resp. 503a.