σταχυοπλόκαμος
From LSJ
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
σταχυοπλόκαμον, wreathed with ears of corn, Orph.L.242.
German (Pape)
[Seite 931] ährenlockig, oder mit einem Aehrenkranz in den Locken, Δημήτηρ Orph. lith. 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων πλοκάμους ἐκ σταχύων, Ὀρφ. Λιθ. 240.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τα μαλλιά του στεφανωμένα με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + πλόκαμος.