στενοκεφαλιά

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source

Greek Monolingual

η, Ν
μτφ.
1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια
2. άσκοπη επιμονή, πείσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη].