στηλογραφώ

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
αναγράφω κάτι πάνω σε στήλη
μσν.
μτφ. εγγράφω, χαράζω κάτι κάπου σαν να χαράζω σε στήλη («στηλογραφηθῆναι ἐν τῇ ἑκάστου ψυχῇ», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + -γραφῶ (< -γράφος < γράφω), πρβλ. κηρογραφώ].