στιλβός
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
στιλβή, στιλβόν, = στιλπνός, Id.5.84 (Sup., v.l.), Gal.6.804, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 943] wie στιλπνός, glänzend, Suid.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. στιλπνός.
Greek (Liddell-Scott)
στιλβός: -ή, -όν, = στιλπνός, Γαλην., Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ στίλβω
στιλπνός, λαμπρός, γυαλιστερός («καί τι καὶ στίλβον ἔχειν ὁμοίως πυρί», Γαλ.).