στράταρχος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ὁ, = στρατάρχης, Pi.P.6.31, I.5(4).40.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, = στρατάρχης, Pind. P. 6, 31 I. 4, 40.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στράταρχος -ου, ὁ zie στρατάρχης.
Russian (Dvoretsky)
στράταρχος: (ρᾰ) ὁ Pind. = στρατάρχης.
English (Slater)
στρᾰταρχος commander ἐναρίμβροτον ἀναμείναις στράταρχον Αἰθιόπων Μέμνονα (P. 6.31) τίνες Ἕκτορα πέφνον καὶ στράταρχον Αἰθιόπων ἄφοβον Μέμνονα χαλκοάραν (I. 5.40) στρα]τάρχῳ (? Polydektes, ? Proitos) Δ. 4. 43.
Greek Monolingual
και στρατίαρχος, ὁ, Α
στρατάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός / στρατιά + -αρχος].
Greek Monotonic
στράταρχος: ὁ, = στρατάρχης, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
στράταρχος: ὁ, = στρατάρχης, Πινδ. Π. 6. 31. Ι. 5 (4). 50, «στρατηγὸς» Ἡσύχ.
Middle Liddell
στράτ-αρχος, ὁ, = στρατάρχης, Pind.]