στρατίαρχος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ὁ, = στράταρχος, X.Lac.13.4, Supp.Epigr.7.12.7 (Susa, i B.C.); = praefectus, D.C.42.4, al.: also στρατιάρχης, ου, ὁ, Id.55.28, al.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, auch ἡ, = στράταρχος, Xen. Lac. 13, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d'armée, commandant.
Étymologie: στρατός, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτίαρχος: ὁ Xen., Anth. = στρατάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτίαρχος: ὁ, = στράταρχος, Ξεν. Λακ. 13. 4, Ἀνθ.Π. 1. 98· - ὡσαύτως, στρατιάρχης, Δίων Κ. 55. 28, κτλ.· - στρατιαρχία, ἡ, Θ. Σιμοκ. Ἱστ. σ. 118, 4 ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. στράταρχος.
Greek Monotonic
στρᾰτίαρχος: ὁ, = στράταρχος, σε Ξεν.
Middle Liddell
στρᾰτί-αρχος, ὁ, = στράταρχος, Xen.]