στρωτήρ

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρωτήρ Medium diacritics: στρωτήρ Low diacritics: στρωτήρ Capitals: ΣΤΡΩΤΗΡ
Transliteration A: strōtḗr Transliteration B: strōtēr Transliteration C: strotir Beta Code: strwth/r

English (LSJ)

στρωτῆρος, ὁ, rafter laid upon the bearing beam; mostly in plural στρωτῆρες, Ar.Fr.72; of a drunken man, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν Thphr. Vert.12, cf. IG22.1672.63, al., 42(1).102.179,235 (Epid., iv B.C.), Ph.Bel.87.25, Plb.5.89.6, IG12(3).324.11 (Thera, ii A.D.): generally, crossbeam, Hp.Art.7,78; expld. by σανίδες εἰς ὀροφὴν ἐπιτήδειοι, AB302; opp. δοκοί, Str.16.4.13; difft. from δοκοί and ἀπότομα, BGU1546.8 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 957] ῆρος, ὁ, 1) = στρώτης. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.

Greek (Liddell-Scott)

στρωτήρ: -ῆρος, ὁ, (στρώννυμι) δοκὸς τῆς στέγης πλαγία προσηλωμένη ἐπὶ τῆς μεγάλης ἢ κεντρικῆς δοκοῦ· τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 54 (ἔνθα ὑπάρχει ἀναφορὰ εἰς τὴν ἐν τοῖς Α. Β. παροιμίαν περὶ ἀνθρώπου μεμεθυσμένου, ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριθμεῖν), Θεοφρ. Ἀποσπ. 8. 12, Πολύβ. 5. 89, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 2454, πρβλ. Böckh Inscr. 1. 281· καθόλου, δοκὸς ἐγκαρσία, σταυροειδῶς ἐπικειμένη ἑτέρᾳ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783. 838· - πρβλ. Α. Β. 302, ἔνθα λέγεται ὅτι στρωτῆρες καλοῦνται καὶ αἱ σανίδες ἢ τὰ «πέτουρα» τὰ προσηλούμενα ἐπὶ τῶν μικροτέρων ἢ πλαγίων δοκῶν τῆς στέγης· ἀντίθετ. τῷ δοκοί, Στράβ. 773. ΙΙ. = στρώτης, Γρηγ. Ναζ.

Russian (Dvoretsky)

στρωτήρ: ῆρος ὁ στρώννυμι потолочная балка Arph., Polyb.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρωτήρ -ῆρος, ὁ [στρώννυμι] dwarsbalk.

Translations

crossbeam

Albanian: shtalkë; Aramaic Classical Syriac: ܗܪܡܣܐ‎; Crimean Tatar: tartma; Dutch: dwarsbalk; Finnish: poikkipalkki, poikkipuu; Galician: travesa, trabe; German: Balken; Greek: τραβέρσα, διαδοκίδα; Ancient Greek: στρωτήρ; Icelandic: biti, slá; Irish: bíoma trasna; Italian: traversa; Korean: 심방; Latin: epistylium, transtrum; Malay: alang, gulung-gulung; Maori: whiti, kaho; Middle English: traunsom; Norwegian: tverrbjelke; Portuguese: travessa; Romanian: spetează; Russian: поперечина, балка; Samoan: so'a; Spanish: barrote, sopanda, travesaño; Tagalog: balagbag