στύλωμα

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῡλωμα Medium diacritics: στύλωμα Low diacritics: στύλωμα Capitals: ΣΤΥΛΩΜΑ
Transliteration A: stýlōma Transliteration B: stylōma Transliteration C: styloma Beta Code: stu/lwma

English (LSJ)

-ατος, τό, prop, support, Apollod.Poliorc.145.7.

Greek (Liddell-Scott)

στύλωμα: τό, στήριγμα, ὑποστήριγμα, Ἀπολλ. Πολιορκ. 17Α.

Greek Monolingual

το, ΝΑ στυλῶ, -ώνω
η στήριξη ενός πράγματος με στύλο, υποστύλωση
νεοελλ.
μτφ. ενδυνάμωση.