συγκαταγιγνώσκω

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταγιγνώσκω Medium diacritics: συγκαταγιγνώσκω Low diacritics: συγκαταγιγνώσκω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: synkatagignṓskō Transliteration B: synkatagignōskō Transliteration C: sygkatagignosko Beta Code: sugkatagignw/skw

English (LSJ)

later συγκαταγινώσκω, condemn along with or at once, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Aristid.1.495 J.:—Pass., App.BC1.62.

German (Pape)

[Seite 964] (s. γιγνώσκω), mit od. zugleich verdammen, Sp.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταγιγνώσκω: вместе осуждать Diod.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταγιγνώσκω: βραδύτερον -γῑνώσκω, καταγιγνώσκω, καταδικάζω ὁμοῦ μετά τινος ἢ ἀμέσως, σ. ὑμῶν παθεῖν τι Ἀριστείδ. 1. 495. - Παθ., Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 62.

Greek Monolingual

και συγκαταγινώσκω Α
καταδικάζω μαζί με κάποιον ή καταδικάζω αμέσως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καταγι(γ)νώσκω «καταδικάζω, κηρύσσω ένοχο»].