συγκαταναγκάζω
From LSJ
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
v.l. for συναναγκάζω, Hp.Art.71.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταναγκάζω: καταναγκάζω ὁμοῦ, Νικηφ. Κωνστ/πόλεως σ. 500, ἔκδ. Mi.