συγκυλίομαι
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
Pass., = συγκυλινδέομαι (roll about, wallow together), DS. 5.32 ; Διογένει with him, Aristipp. ap. Ath. 13.588e, cf. Ptol.Euerg. 3J. of an eagle, swoop, ἐπὶ γῆν DS. 16.27.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠλίομαι: [ῑ], Παθ., = τῷ προηγ., Διόδ. 5. 32· Διογένει, μετὰ τοῦ Διογ., παρ’ Ἀθην. 588Ε. 2) ἐπὶ ἀετοῦ, ἐπιπέτομαι ἐν κύκλῳ, ἐπὶ γῆν Διόδ. 16. 27.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠλίομαι: (λῑ)
1 валяться, кататься (ἐπὶ δοραῖς θηρίων Diod.);
2 устремляться, описывая круги (ἀετὸς συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν Diod.).