συναναπίπτω
From LSJ
Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht
English (LSJ)
concubo, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1000] (s. πίπτω), mit bei Tische liegen, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
συναναπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, = συνανάκειμαι, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 344C, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. μετέχω σε δείπνο
2. ξαπλώνω μαζί με άλλους για να κοιμηθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπίπτω «πέφτω προς τα πίσω, ξαπλώνω για το δείπνο»].