συνεκμοχλεύω
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
English (LSJ)
join in forcing open, ib.430.
German (Pape)
[Seite 1012] mit oder zugleich heraushebeln, Ar. Lys. 430.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εκμοχλεύω, Att. ook ξυνεκμοχλεύω samen of mee openwrikken.
Russian (Dvoretsky)
συνεκμοχλεύω: вместе расшатывать ломом, помогать взломать (sc. τὰς πύλας Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεκμοχλεύω: ἐκμοχλεύω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, προσπαθῶ μετ’ ἄλλου ἢ συγχρόνως ν’ ἀνοίξω διὰ τοῦ μοχλοῦ, Ἀριστοφ. Λυσ. 430.
Greek Monolingual
Α
προσπαθώ μαζί με άλλους ή συγχρόνως να ανοίγω κάτι με μοχλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκμοχλεύω «μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού»].