συνεργατικός

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται στους συνεργάτες ή στη συνεργασία
2. το θηλ. ως ουσ. η συνεργατική
συνεταιρισμός ατόμων που επιτελούν κοινό έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].