συνηλυσία

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
concours, rassemblement, assemblée.
Étymologie: συνελεύσομαι, f. de συνέρχομαι.

Russian (Dvoretsky)

συνηλῠσία: ион. συνηλῠσίη ἡ Anth. = συνήλυσις.