συνηλυσία
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
concours, rassemblement, assemblée.
Étymologie: συνελεύσομαι, f. de συνέρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
συνηλῠσία: ион. συνηλῠσίη ἡ Anth. = συνήλυσις.