συνθορυβώ

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
1. κάνω θόρυβο μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. (κατ' επέκτ.) χειροκροτώ ή, επευφημώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θορυβῶ (< θόρυβος)].