συντριβής

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐβής Medium diacritics: συντριβής Low diacritics: συντριβής Capitals: ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: syntribḗs Transliteration B: syntribēs Transliteration C: syntrivis Beta Code: suntribh/s

English (LSJ)

συντριβές,
A living together, Hsch.
2 crushed by, worn out by, καμάτῳ Procop.Goth.4.23, cf. Aed.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντρῐβής: -ές, συνδιατρίβων, συνών. «συντριβής· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.

Greek Monolingual

-ές, Α συντρίβω
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.

German (Pape)

ές, = σύντριψ, Hesych.