σφεός
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
σφεή, Dor. -εά, -εόν,
A = σφός, σφέτερος, their (own), σφεὰ δώματα A.R.1.849; ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά each to his own, ib. 872.
2 = σφωΐτερος, your (in addressing a pair), Alcm.30.
3 his, her, σφεᾶς ἔειξε χώρας Id.31; σφὸς ἔσκε πατήρ prob. in Sammelb.7289.
Greek Monolingual
-ή, -όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α
(κτητ. αντων.)
1. δικός τους
2. δικός σου
3. δικός του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς.