σφυρηλάτηση

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

η / σφυρηλάτησις, -ήσεως, ΝΜ σφυρηλατῶ
η ενέργεια του σφυρηλατώ, σφυρηλασία
νεοελλ.
1. τεχνολ. διαμόρφωση με πλαστική παραμόρφωση μετάλλων ή μεταλλικών κραμάτων, που επιτυγχάνεται με κρουστική ή πιεστική κατεργασία μεταξύ δύο εργαλείων, π.χ. σφύρας και άκμονος
2. μτφ. διαμόρφωση, διάπλαση χαρακτήρα.