σχοινοβατία
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
rope-dancing; v. σχοινοβατίη.
German (Pape)
[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.
Greek Monolingual
σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].
Translations
tightrope walking
Armenian: լարախաղացություն, քյանդրբազություն; Catalan: funambulisme; English: rope dancing, ropedancing, tightrope walking, funambulism; Finnish: nuorallatanssi, nuorallakävely; French: funambulisme; German: Seiltanz, Seiltanzen; Greek: σχοινοβασία; Ancient Greek: σχοινοβατία, σχοινοβατίη, σχοινοβατική, σχοινοβατικὴ τέχνη, σχοινοδρομία, σχοινοδρομίη; Hungarian: kötéltánc, kötéltáncolás; Indonesian: jalan tali; Korean: 줄타기; Latin: funem extentum ire; Polish: spacer po linie; Portuguese: funambulismo; Spanish: funambulismo; Volapük: jainadanüd, jainadanüdakan
ar: السير على الحبل المشدود; ast: funambulismu; bo: ཐག་འགྲོས།; ca: funambulisme; cs: chůze po laně; eu: funanbulismo; fi: nuorallakävely; he: הליכה על חבל; hy: լարախաղաց; it: funambolismo; ja: 綱渡り; kk: даршы; ko: 줄타기; ; nl: koorddansen; ru: хождение по канату; sr: hodanje po konopcu; sv: lindans; uk: канатоходіння; uz: dorbozlik; zh: 走钢丝