σχολάρχης

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολάρχης Medium diacritics: σχολάρχης Low diacritics: σχολάρχης Capitals: ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: scholárchēs Transliteration B: scholarchēs Transliteration C: scholarchis Beta Code: sxola/rxhs

English (LSJ)

σχολάρχου, ὁ, head of a school, Id.5.2, PRyl.397.3 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, Vorsteher einer Schule.

Russian (Dvoretsky)

σχολάρχης: ου ὁ глава школы Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σχολάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς σχολῆς, σχολάρχης ἐγένετο τῆς ἐν Ἀκαδημείᾳ σχολῆς Ξενοκράτης Διογ. Λ. 5. 2· - σχολαρχέω, ὁ αὐτ. 8. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν
αρχηγός ή ιδρυτής καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής
νεοελλ.
διευθυντής σχολαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + -άρχης (< ἄρχω)].