σχολαστικότητα

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του σχολαστικού, η προσήλωση στους τύπους και στις λεπτομέρειες με ταυτόχρονη παράλειψη της ουσίας
2. (κατ' επέκτ.) στενότητα πνεύματος και αντιλήψεων
3. η εμμονή στους τύπους και στους γραμματικούς κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
4. το να γίνεται κάτι με λεπτομέρειες, διεξοδικά («τον διακρίνει η σχολαστικότητα στο διάβασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολαστικός. Η λ., στον λόγιο τ. σχολαστικότης, μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].