σότο
From LSJ
πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced
Greek Monolingual
και σόττο Ν
επίρρ.
1. κάτω, από κάτω
2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση
3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή
β) «σότο βέντο»
ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα
γ) «σότο παλάνγκο»
ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης του φορτίου είναι υποχρεωμένος να παραλάβει το φορτίο καθώς αυτό εκφορτώνεται στην πλευρά του πλοίου
δ) «σότο (α)λά πρίμα»
ναυτ. το πρώτο χαρτί που κερδίζει στο παιχνίδι πασέτα·
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sotto «κάτω, χαμηλά» (< λατ. subtus). Οι φρ. προέρχονται από τις αντίστοιχες ιταλ. που σχηματίζονται από: sotto + voce «φωνή», sotto + vento «αέρας», sotto + palanco «βαρούλκο»].