σύρραγμα

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραγμα Medium diacritics: σύρραγμα Low diacritics: σύρραγμα Capitals: ΣΥΡΡΑΓΜΑ
Transliteration A: sýrragma Transliteration B: syrragma Transliteration C: syrragma Beta Code: su/rragma

English (LSJ)

-ατος, τό, conflict, μάχης cj. for σύγγραμμα in Plu.2.346e; cf. σύρρηγμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conflit, choc.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

σύρραγμα: ατος τό столкновение, стычка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραγμα: τό, σύγκρουσις, Πλούτ. 2. 346Ε ― συρρᾰγή, ἡ, ὁπλιζομένου τοῦ στρατοῦ πρὸς συρραγὴν πολέμου Τζέτζ. Ἱστ. 3. 721.

Greek Monolingual

τὸ, Α συρράσσω
σύγκρουση, συμπλοκή.