τέτρηχα
From LSJ
English (LSJ)
v. ταράσσω ΙΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1100] perf. zu ταράσσω, w. m. s.
French (Bailly abrégé)
pf. ion. de θράσσω;
pf. épq. de ταράσσω.
Russian (Dvoretsky)
τέτρηχα: эп. pf. к ταράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρηχα: ἴδε ταράσσω ΙΙΙ.
Greek Monotonic
τέτρηχα: προστ παρακ. του ταράσσω· θηλ. μτχ. τετρηχυῖα· γʹ ενικ. υπερσ. τετρήχει.