τέτρωρος
From LSJ
English (LSJ)
τέτρωρον, contr. for τετράορος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1100] zsgz. statt τετράορος; ὄχος, Eur. Hipp. 1229; ἅρμα, Alc. 486; τὸ τέτρωρον, Ael. N. A. 1, 36.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
attelé de quatre chevaux ; τὸ τέτρωρον attelage de quatre chevaux.
Étymologie: contr. de τετράορος.
Russian (Dvoretsky)
τέτρωρος: Eur. стяж. = τετράορος.
Greek (Liddell-Scott)
τέτρωρος: -ον, συνῃρ. ἀντὶ τετράορος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
(συνηρ. τ.) βλ. τετράορος.
Greek Monotonic
τέτρωρος: -ον, συνηρ. αντί τετρ-άορος.
Middle Liddell
τέτρ-ωρος, ον, [contr. for τετράορος.]