τετράορος
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
contr. τέτρωρος, ον, (ἀείρω)
A yoked four together, τ. ἄρσενες ἵπποι Od. 13.81, cf. E.Hel.723, Tim.Pers.204; τ. ἅρμα a four-horsed chariot, Pi.P.10.65, etc.; δίφρος S.Fr.958 (cj.); ὄχοι E.Supp.675; also contr., τέτρωρος ὄχος Id.Hipp.1229; τέτρωρον ἅρμα Id.Alc.483, Heracl.860; τέτρωρον a team of four, Ael.NA1.36, Philostr.Im.2.18.
II four-legged, τετραόρου φάσμα ταύρου S.Tr.508 (lyr.).
III τέτρωρον, τό, upper surface of astragalus, Ruf.Oss.38, Gal.2.775.
German (Pape)
[Seite 1098] vierfach zusammengespannt, vierspännig; ἅρμα, Pind. P. 10, 65; ἁρμάτων ζυγά, N. 7, 93; ἅρματα, Eur. Suppl. 689; Soph. Trach. 506 nennt den Stier τετράορος, was »vierfüßig« erklärt wird. Vgl. Lob. Phryn. 642.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui forme un quadruple attelage;
2 à quatre pieds.
Étymologie: τέσσαρες, ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
τετράορος: стяж. τέτρωρος 2 (ᾰ)
1 запряженный вчетвером (ἵπποι Hom.);
2 запряженный четверкой (ἅρμα Pind.; ὄχος Eur.);
3 четвероногий (τετραόρου φάσμα ταύρου Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράορος: συνῃρ. τέτρωρος, ον, (ἀείρω) πληθ. τετράοροι, τέσσαρες ὁμοῦ συνεζευγμένοι, τ. ἄρσενες ἵπποι Ὀδ. Ν. 81, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 723· τ. ἅρμα, τέθριππον, Πινδ. Π. 10. 101, κλπ.· δίφρος Σοφ. Ἀποσπ. 781· ὄχοι Εὐρ. Ἱκέτ. 675· ὡσαύτως, τέτρωρος ὄχος ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1229· τέτρωρον ἅρμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 483, Ἡρακλ. 860· τέτρωρον, τετρώρῳ θέοντι, τέσσαρες ἵπποι ὁμοῦ συνεζευγμένοι, Αἰλ. π. Ζ. 1. 36. ΙΙ. τετράπους, τετραόρου φάσμα ταύρου Σοφ. Τρ. 507.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): yoked four abreast, pl., Od. 13.81†.
Greek Monolingual
και συνηρ. τ. τέτρωρος, -ον, ΜΑ
1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον
α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι
β) η άνω επιφάνεια του αστραγάλου
2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» — τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι
β) «τετράορον ἅρμα» — το τέθριππο
αρχ.
τετράποδος («ὑψίκερω τετραόρου φάσμα ταύρου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -άορ-ος (< ετεροιωμένη βαθμίδα αορ- του θ. αερ- του ἀείρω «σηκώνω»), πρβλ. παράορος].
Greek Monotonic
τετράορος: συνηρ. τέτρ-ωρος, -ον (ἀείρω)·
I. τέσσερις μαζί συζευγμένοι, σε Ομήρ. Οδ.· τετράορον ἅρμα, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.
II. τετράποδος, σε Σοφ.
Middle Liddell
τέτρ-ωρος, ον, ἀείρω
I. yoked four together, Od.; τ. ἅρμα a four-horsed chariot, Pind.
II. four-legged, Soph.