Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ταβάς

From LSJ

Greek Monolingual

και νταβάς, ο, Ν
είδος αβαθούς και κυκλικού μαγειρικού σκεύους, ταψί, κατασκευασμένο συνήθως από σφυρηλατημένο χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tava].