ταυρόφθαλμος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
ταυρόφθαλμον, bull-eyed, Heph.Astr.2.2.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει μάτια ταύρου, ο βοϊδομάτης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταυρόφθαλμον
είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + ὀφθαλμός (πρβλ. αἰγόφθαλμος)].