ταχίων
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
τάφριον, τάχιστος, τάφριστα, v. ταχύς c.
French (Bailly abrégé)
v. ταχύς.
German (Pape)
τάχῑον, Sp. häufig, Kompar. zu ταχύς.
Russian (Dvoretsky)
ταχίων: ион. (= θάσσων) compar. к ταχύς.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχίων: -ιον, τάχιστος, -ιστα, ἴδε ἐν λέξ. ταχὺς Γ.
Greek Monolingual
τάχιον, ΜΑ
(συγκριτ. τ.) βλ. ταχύς.