ταχύρρωστος

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠ́ρρωστος Medium diacritics: ταχύρρωστος Low diacritics: ταχύρρωστος Capitals: ΤΑΧΥΡΡΩΣΤΟΣ
Transliteration A: tachýrrōstos Transliteration B: tachyrrōstos Transliteration C: tachyrrostos Beta Code: taxu/rrwstos

English (LSJ)

ταχύρρωστον, swift-rushing, swift-flying, πελειάς S.OC1081 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'essor ou au vol rapide.
Étymologie: ταχύς, ῥώομαι.

German (Pape)

sich schnell bewegend, πελειάς, Soph. O.C. 1083.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύρρωστος: быстролетный (πελειάς Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρρωστος: -ον, ὁ ταχυκίνητος, ὁ ταχέως πετόμενος, πελειὰς Σοφ. Ο. Κ. 1081.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κινείται ή πετάει γρήγοραταχύρρωστος πελειάς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρρωστος (< ῥώννυμι), πρβλ. ἄρρωστος].

Greek Monotonic

τᾰχύρρωστος: -ον (ῥώομαι), ταχυκίνητος, αυτός που ενεργεί με ταχύτητα, σε Σοφ.

Middle Liddell

τᾰχύρρωστος, ον, ῥώομαι
swift-rushing, Soph.