ταχύρρωστος
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
ταχύρρωστον, swift-rushing, swift-flying, πελειάς S.OC1081 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'essor ou au vol rapide.
Étymologie: ταχύς, ῥώομαι.
German (Pape)
sich schnell bewegend, πελειάς, Soph. O.C. 1083.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύρρωστος: быстролетный (πελειάς Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύρρωστος: -ον, ὁ ταχυκίνητος, ὁ ταχέως πετόμενος, πελειὰς Σοφ. Ο. Κ. 1081.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που κινείται ή πετάει γρήγορα («ταχύρρωστος πελειάς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρρωστος (< ῥώννυμι), πρβλ. ἄρρωστος].
Greek Monotonic
τᾰχύρρωστος: -ον (ῥώομαι), ταχυκίνητος, αυτός που ενεργεί με ταχύτητα, σε Σοφ.