τειχοφυλακέω
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
watch or guard the walls, D.H.4.16, Plu.Crass.27, Polyaen.7.11.5.
German (Pape)
[Seite 1081] die Mauern, die Burg od. die Befestigungswerke bewachen; D. Hal. 4, 16; Plut. Crass. 27; App. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
τειχοφυλακῶ :
monter la garde aux remparts, aux fortifications.
Étymologie: τειχοφύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
τειχοφῠλᾰκέω: нести охрану стен, охранять укрепления Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τειχοφῠλᾰκέω: φυλάττω τὰ τείχη, Διον. Ἁλ. 4. 16, Πλουτ. Κράσσ. 27· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 574 κἑξ., ὅστις ἀπορρίπτει τὸν τύπον τειχοφυλακτέω παρὰ Πολυαίνῳ 7. 11, 5, ὡς παρὰ πᾶσαν ἀναλογίαν ἐσχηματισμένον. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 297.
Greek Monotonic
τειχοφῠλᾰκέω: μέλ. τειχοφυλακήσω, φυλάττω τα τείχη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
τειχοφῠλᾰκέω, fut. -ήσω
to guard the walls, Plut. [from τειχοφῠ́λαξ]