οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
ο, Ν τερματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τερματίζω, περάτωση, τέλος, λήξη, κατάληξη
2. (αθλ.) η άφιξη στο τέρμα όπου ολοκληρώνεται η απόσταση ενός αγωνίσματος ταχύτητας ή αντοχής
3. μτφ. σταμάτημα, διακοπή.