τερματισμός

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source

Greek Monolingual

ο, Ν τερματίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τερματίζω, περάτωση, τέλος, λήξη, κατάληξη
2. (αθλ.) η άφιξη στο τέρμα όπου ολοκληρώνεται η απόσταση ενός αγωνίσματος ταχύτητας ή αντοχής
3. μτφ. σταμάτημα, διακοπή.